Ζήλια

Η ζήλια είναι και αυτή, όπως όλα τα άλλα συναισθήματα. Είναι ανθρώπινη και τη νιώθουμε όταν συγκρίνουμε τον εαυτό μας με κάποιον άλλον. Στη σύγκριση αυτή, ο εαυτός μας μοιάζει κατώτερος, επειδή το μοναδικό κριτήριο που έχουμε, εκείνη τη στιγμή, μοιάζει ότι αντικατοπτρίζει όλη μας τη προσωπικότητα.

Το άτομο αισθάνεται κατώτερο, έχει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, δυσκολεύεται να αποδεχτεί τη διαφορετικότητα, γιατί δεν μπορεί να την κατανοήσει. Έτσι γίνεται επιθετικό και εσωστρεφές, επειδή το διαφορετικό το νιώθει σαν κίνδυνο.

Η ζήλια δημιουργεί έντονα και απειλητικά συναισθήματα για τον άνθρωπο που τη βιώνει, όπως την οργή, που αυτή με τη σειρά της φέρνει θλίψη, τον κάνει να νιώθει ανεπαρκής και μέσα από το πρίσμα αυτό νομίζει ότι οι άλλοι ζουν καλύτερα και ευτυχισμένοι, οπότε όλο αυτό του φέρνει απόγνωση. Θέλει να καταστρέψει αυτό που νομίζει ότι αισθάνονται οι άλλοι, να τους φέρει σε σημείο να νιώσουν τον πόνο του και γίνεται εμμονικός ώστε να πετύχει να νιώσουν και οι άλλοι, όπως νιώθει αυτός, φόβο, πόνο, απόγνωση.

Υπάρχει σε όλες τις σχέσεις, στις ερωτικές, στις φιλικές σχέσεις και στις επαγγελματικές, δηλαδή όπου υπάρχει σύγκριση και αισθάνεται το άτομο απειλή.
Η ζήλια είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα, δικαιολογημένη σε ένα βαθμό ως συναισθηματική αντίδραση στην απόρριψη.

Όμως όταν δεν βασίζεται σε γεγονότα αλλά σε εμμονικές υποθέσεις και νιώθει ότι σίγουρα δεν αξίζει, αισθάνεται λανθασμένα ότι συμβαίνει κάτι άλλο, του τύπου «πάει γυμναστήριο, άρα υπάρχει άλλο πρόσωπο» ή «δεν με κάλεσε στο meeting, αυτό σημαίνει ότι θέλει να με βγάλει από την ομάδα». Τέτοιες σκέψεις προκαλούν δυσλειτουργία στη συμπεριφορά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να έχει μούτρα, να παρακολουθεί το τηλέφωνο της φίλης ή του φίλου του, να κουτσομπολεύει για ποιο λόγο δεν τον έβαλαν στο meeting ή να είναι καχύποπτος και να αισθάνεται ότι γίνονται πράγματα πίσω από την πλάτη του.

Η ζήλια περιέχει τα έντονα συναισθήματα της ανεπάρκειας, του παραγκωνισμού, της εξαπάτησης και της προδοσίας. Δεν εξελίσσει το άτομο γιατί μένει εγκλωβισμένο στα ίδια και τα ίδια δύσκολα συναισθήματα. Η ανασφάλεια και ο φόβος εγκατάλειψης, που από την παιδική ηλικία έχει βιώσει το άτομο, πυροδοτούν καχυποψία και αβεβαιότητα. Όταν οι φροντιστές του παιδιού δημιουργούν ένα αποσταθεροποιητικό περιβάλλον, όταν είναι απρόβλεπτοι χωρίς συνέπεια στα λόγια και τις πράξεις τους, τότε η αβεβαιότητα φωλιάζει στη ψυχή του παιδιού και πυροδοτεί την καχυποψία.

Παράδειγμα:
Λέει: «Δεν μου αρέσει που κάνεις παρέα με αυτούς.»
Ενώ θα έπρεπε να πει αυτό που αισθάνεται, ότι «μιλάς με αυτούς και φαίνεται ότι περνάς καλά και αυτό με κάνει να νιώθω απειλή ότι θα με εγκαταλείψεις που εγώ δεν είμαι ικανός/ικανή να σε κάνω να περνάς τόσο καλά.»
Αφού δεν εκφράζει το συναίσθημα της εγκατάλειψης που νιώθει, καταφεύγει στο να ασκεί κριτική στο σύνολο των ανθρώπων που συναναστρέφεται ο/η σύντροφός του. Γίνεται χειριστικός και εκτοξεύει απειλές για αντίποινα.

Ένας ακόμα τρόπος είναι η παθητική επιθετικότητα, που εκφράζεται με σιωπή και αδιαφορία.
Εάν βρίσκεστε σε μια σχέση με έναν σύντροφο που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, θα πρέπει να βάλετε τα όριά σας. Να μην ανέχεστε «ανάκριση».
Αν με την συζήτηση δεν μπορείτε να έχετε αποτέλεσμα, σταματήστε την. Όταν κάποιος ζηλεύει, δεν μπορεί να μιλήσει λογικά.
Μην νιώθετε λύπη για το άτομο αυτό και να μην δικαιολογείται αυτού του είδους την συμπεριφορά λέγοντας «έχει παιδικό τραύμα».

Posted in Uncategorized.

Η Βίκυ Καμπανάκη είναι κάτοχος πτυχίου Higher National Diploma (HND) in Counseling Psychology, έχει εκπαιδευτεί στην λογοθεραπεία, στην Συστημική συνθετική Ψυχοθεραπεία και την οικογενειακή συμβουλευτική. Απέκτησε κλινική εμπειρία δουλεύοντας σε διάφορα πλαίσια στον τομέα της συμβουλευτικής, όπως σε δημόσια σχολεία, στο Κέντρο Δημιουργικής απασχόλησης παιδιών με ειδικές ανάγκες